φιλικός

φιλικός
-ή, -ό / φιλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φίλος]
αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ' ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ ἔργα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. ο ταγμένος με το μέρος κάποιου (α. «η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια», Σολωμ.
β. «φιλική χώρα» γ. «φιλικό έθνος»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο φιλικός·μέλος τής Φιλικής Εταιρείας
3. φρ. «Φιλική Εταιρεία» — μυστική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο και η οποία είχε ως κύριο σκοπό την οργάνωση και προετοιμασία τού ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα για την αποτίναξη τού τουρκικού ζυγού
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλικά
συμπόσιο συγγενών
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλικόν
πιθ. εύνοια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αισθήματα ή οι αποδείξεις φιλίας, τα τεκμήρια φιλίας
3. φρ. «φιλικον μέλος» — ερωτικό άσμα (Θεόκρ.).
επίρρ...
φιλικώς / φιλικῶς, ΝΜΑ, και φιλικά Ν
με φιλικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο φίλο ή τη φιλία: Φιλικό σπίτι. 2. το αρσ. ως ουσ., φιλικός μέλος της Φιλικής Εταιρείας, της περίφημης μυστικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τους Σκουφά, Ξάνθο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλικός — friendly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικά — φιλικός friendly neut nom/voc/acc pl φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc/acc dual φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικώτερον — φιλικός friendly adverbial comp φιλικός friendly masc acc comp sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος …   Dictionary of Greek

  • φιλικῶν — φιλικός friendly fem gen pl φιλικός friendly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικόν — φιλικός friendly masc acc sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικώτατα — φιλικός friendly adverbial superl φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικώτατον — φιλικός friendly masc acc superl sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμούντσιας, Γεώργιος — Φιλικός από τη Μακρινίτσα. Ζούσε στη Μόσχα όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κομιτζόπουλο και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”